Φόβος ποιητή


9. 


Καθώς σπίρτα άναβε ο ποιητής 

όλοι νομίζαν ότι θ’ άναβε 

τις πόλεις και προβάνς. 

Μα οι φλόγες κράταγαν λίγο 

και στις ψυχές έμενε 

ξύλο και μαύρο κάρβουνο 

και θέλανε να τρίψει 

εκ νέου 

την κεφαλήν πυρείων μονοπωλίων 

και έτσι 

τα σπίρτα του τελείωσαν 

καθώς διαδέχτηκαν 

οι αναπτήρες βενζινών 

και δεν εμέθαγε ο ίδιος 

από την πρώτη σπίθα 

τσακμακόπετρας. 


Τόσο παλιός σπινθήρας 

ήτο αδύνατο μέσα του 

να υπάρχει εμπνευστής 

κι έγινε πλέον ο ποιητής 

ένας κοινότατος 

αναγνώστης 

των φλογερών παλαιών ποιητών 

κι όλο τον βλέπαμε 

να ζει 

έξω από τα πράγματα 

σε ένα φανταστικό 

δικό του πνεύμα 


Να ’ταν τουλάχιστον 

ένας μίμος 

κάτι θα έγραφε. 


Μιχάλης Κατσαρός, Κορέκτ/Φόβος ποιητή, εκδ. Μανδραγόρας